- Φαίαξ
- -ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, -ηκος, Ασυν. στον πληθ. οι Φαίακεςμυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο οποίος διακρινόταν για το υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό του επίπεδο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί πιθ. παρ. τού επιθ. φαιός με επίθημα -αξ, -ακος].
Dictionary of Greek. 2013.